- ψέλιο
- το / ψέλιον, ΝΑ, και ψέλι Ν, και ψέλλιον και σπέλιον και αιολ. τ. σπέλλιον και ψίλ(λ)ιον, Ακόσμημα σε σχήμα κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό τού χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, βραχιόλινεοελλ.1. στρ. καθένας από τους ορειχάλκινους δακτυλίους που περιβάλλουν κατά διαστήματα και συγκρατούν την κάννη και το κοντάκιο φορητού όπλου2. ναυτ. μεταλλικός δακτύλιος ο οποίος τοποθετείται στο ομμάτιο ιστίου3. (κατ' επέκτ.) καθετί που έχει αυτό το σχήμα, κρίκοςαρχ.1. πιθ. είδος μεταλλικού εργαλείου για αγροτικές εργασίες2. αστρονομικό όργανο αποτελούμενο από κρίκο που παρίστανε τον ισημερινό3. (ως μτγν. τ. τού ψάλιον*) χαλινός4. (κατά τον Αμμων. Επιγρ.) «οἱ Δωριεῑς ψέλλιον καλοῡσι τὸ ἄκρονὅθεν καὶ ἡμεῑς τὴν ἐπ' ἄκρων χειλέων λεγομένην προσῳδίαν ψιλὴν ἐκαλέσαμεν, ὤς φησι Τρύφων».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. τ. τού ψάλιον (πρβλ. ψαλίς: ψελίς). Για ετυμολ. βλ. λ. ψαλίδα, ψάλιον και ψαλόν].
Dictionary of Greek. 2013.